ΧΡΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΑ ΤΟ ΙΕΡΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΣΤΑ ΣΕ ΝΕΩΤΕΡΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΑΠ΄ Ο'ΤΙ ΕΙΝΑΙ.
Τα γλυπτά του Καστά (εικ. 3) έχουν χρονολογηθεί από διάφορους και έγκριτους ειδικούς στην αρχαία γλυπτική (Θεοδοσίου-Τιβερίου, Corso κ.ά.) προς το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. και κυρίως κατά την εποχή που χρονολογείται ο Λέων της Αμφίπολης (330-320 π.Χ.). Το οξύμωρο είναι βέβαια, πως αν και εφέτος εκδόθηκαν τα πρακτικά της για το Αρχαιολογικό Έργο Μακεδονίας Θράκης του 2016 (το πρώτο συνέδριο που η ανασκαφική ομάδα παρουσίασε τα ευρήματά της), η τότε εισήγηση του Α. Corso λάμπει δια της απουσίας της (όπως και των περισσοτέρων μελών της ομάδας), με τον ίδιο να επικαλείται οικονομικούς και μεταφραστικούς λόγους.
Τα πρακτικά αυτά έχουν ως επιμελήτρια την Π. Αδάμ-Βελένη. Για την ιστορία, η εν λόγω μαζί με την Α. Κοτταρίδη εμφανίσθηκαν από το πουθενά μία μέρα τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ακολουθώντας κρυφά την τότε Γ. Γ. του Υπουργείου κα Βλαζάκη. Αν και η τελευταία είχε ειδοποιήσει πως θα ερχόταν στον Καστά την τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Σερρών, εν γνώσει της μετέφερε συνειδητά και χωρίς να έχει ειδοποιήσει σχετικά τις έτερες δύο (μαρτυρία της ίδιας της Κ. Περιστέρη). Τις επόμενες ημέρες εμφανίσθηκε στο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ "Η ΑΥΓΗ" ένα "πόρισμα" του Υπουργείου Πολιτισμού που έβγαζε το μνημείο του Καστά "ρωμαϊκό" και φυσικά ακόμα γελάνε και οι πέτρες. Κατά μαρτυρία επίσης της ειδικευμένης δημοσιογράφου στο αρχαιολογικό ρεπορτάζ Α. Κώττη (ουδεμία συγγένεια έχει ο υποφαινόμενος), τέτοιο πόρισμα δεν υπάρχει ούτε στο αρχείο της ΑΥΓΗΣ, ούτε στο αρχείο του ΥΠ.ΠΟ. Καμία επιτροπή και κανένα πόρισμα δεν υπήρχε. Εκείνη την περίοδο τα γλυπτά του Καστά χρονολογούνταν σε ποσταρίσματα λογαριασμών του FB του ανταρ-ΣΕΑ και διαφόρων αρχαιολόγων (μεταξύ αυτών και αρχαιολόγων του "πορίσματος" της ΑΥΓΗΣ), ως έργα που έγιναν από τον 2ο αιώνα π.Χ. έως και τον 1ο αιώνα μ.Χ. Ναι, καλά διαβάσατε, είχαμε και προεδρικές και βουλευτικές εκλογές τότε! Τότε έγινε επίκληση του ότι τα γλυπτά αναπαριστώνται με τρόπους που γίνονταν στην αρχαϊκή εποχή, ήταν δηλαδή αρχαϊστικά και άρα από τους τελευταίους Μακεδόνες έως και τα αυτοκρατορικά ρωμαϊκά χρόνια.
Παράλληλα, η καθηγήτρια Ο. Παλαγγιά ήδη από το 2014-2015 είχε προτρέξει (πριν καν αποφανθεί στην ΑΕΜΘ η ανασκαφική ομάδα) να χρονολογήσει σε αγγλόφωνες δημοσιεύσεις της τα γλυπτά του Καστά στον 2ο και όχι τον 4ο αιώνα π.Χ., προκαταλαμβάνοντας την διεθνή επιστημονική κοινότητα. Η Ο. Παλαγγιά ειδικεύεται στην γλυπτική, αλλά συνδέεται με πολλές ανάλογες αναχρονολογήσεις διάσημων έργων τέχνης της αρχαιότητας προς νεώτερους αιώνες. Το ίδιο υποστήριξε για την τοιχογραφία του Τάφου ΙΙ στην Βεργίνα (εικ. 2) όπου κατά τον Ανδρόνικο ο άνδρας θαμμένος στο μνημείο είναι ο Φίλιππος ο Β΄ (βασίλευσε το 359-336 π.Χ.), την προτομή του Αλεξάνδρου του Μουσείο της Ακρόπολης (εικ. 1), αλλά και τον διάσημο ορειχάλκινο Απόλλωνα του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά (εικ. 5), που επίσημα τοποθετείται την περίοδο 525-475 π.Χ. Στην περίπτωση του αγάλματος του Πειραιά θεωρεί πως ορισμένα στοιχεία στάσεων του Απόλλωνος δεν συνάδουν με αρχαϊκούς όντως κούρους, ενώ η πρόταξη σκεύους φιάλης που φέρει, όπως και τα μη ένθετα μάτια δεν απαντούν επίσης σε αρχαϊκά αγάλματα. Το κράμα από το οποίο είναι φτιαγμένο ακολουθεί ως προς τις αναλογίες μία τυποποίηση που μας είναι γνωστή από επιγραφή της Ελευσίνας του 4ου αιώνα π.Χ., όπου ο χαλκός δεσπόζει βέβαια, αλλά ο πολύ ακριβότερος κασσίτερος θα πρέπει να είναι σε αναλογία 1/12, δηλαδή λίγο πάνω από 8%. Εν τέλει, η καθηγήτρια υποστηρίζει πως το συγκεκριμένο άγαλμα πρέπει να χρονολογηθεί προς τα τέλη του 4ου αιώνα - αρχές 3ου αιώνα, θεωρώντας ανάλογα πως είναι το αρχαιότερο σωζόμενο χυτό αρχαϊστικό άγαλμα.
Η πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία που η ίδια η κα Παλαγγιά παρέχει, είναι πως το αρχαϊστικό φαινόμενο, το να σμιλεύονται δηλαδή ελληνιστικά έως και πρώιμα αυτοκρατορικά ρωμαϊκά γλυπτά αντιγράφοντας σχέδια και τύπους γλυπτών της αρχαϊκής εποχής εμφανίζεται ως προς τα όρθια και μνημειακά γλυπτά προς τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Την ίδια περίοδο κυριαρχεί ο Αλέξανδρος και χτίζεται το μνημείο του Καστά. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Η αποικιοκρατική εποχή στην οποία εισήλθαν οι Μακεδόνες αρχικά και ηπιότερα με τον Φίλιππο τον Β΄ και κορυφώθηκε απίστευτα με τον Αλέξανδρο, μήπως ήταν ο λόγος της εμφάνισης του αρχαϊστικού φαινομένου στην γλυπτική και γλυπτά όπως αυτά του Καστά υπήρξαν πρότυπο;
Φυσικά η αναχρονολόγηση της κας Παλαγγιά δεν υιοθετήθηκε από τους ειδικούς της Αρχαιολογίας του Πειραιά και δη του Αρχαιολογικού Μουσείου του Πειραιά. Ο Γ. Σταϊνχάουερ όχι μόνο εμμένει στην αρχαϊκή χρονολόγηση του γλυπτού, αλλά χωρίς να κατονομάζει την αρχαιολόγο σημειώνει με νόημα πως "υπάρχουν αυτοί που -βασιζόμενοι σε σοβαροφανή μορφολογικά επιχειρήματα- τα συνδέουν με το επιτηδευμένο αρχαϊστικό ρεύμα της ύστερης ελληνιστικής εποχής" (σ.σ: Η καθηγήτρια αρχικά είχε χρονολογήσει όπως και τα γλυπτά του Καστά στο 2ο αιώνα π.Χ., ο 4ος αιώνας π.Χ. προέκυψε αργότερα).
Ολοκληρώνοντας να πούμε πέρα από το επιτηδευμένο των αρχαιολογικών χρονολογήσεων όταν επεμβαίνει ο πολιτικός τουλάχιστον παράγοντας, ο γλυπτός Απόλλων του Πειραιά θάβεται την περίοδο της λεηλασίας της πόλης από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του Σύλλα το 86 π.Χ., καθώς ο Πειραιάς (όπως και η Αμφίπολη), έλαβε το μέρος του αντιπάλου Αλεξάνδρου ΣΤ΄ του Μιθριδάτη.
No comments:
Post a Comment